συντοπίτης

συντοπίτης
ο
θηλ. συντοπίτισσα συμπατριώτης, συγχωριανός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συντοπίτης — ο, ΝΜ, θηλ. συντοπίτισσα Ν συγχωριανός, συμπατριώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντοπος «αυτός που προέρχεται από τον ίδιο τόπο» + κατάλ. ίτης (πρβλ. πολ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… …   Dictionary of Greek

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • ομόχωρος — η, ο και ομοχώριος, α, ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, ον) 1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης 2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι (στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα… …   Dictionary of Greek

  • πατριωτάκι — το [πατριώτης] (ως θωπευτ. έκφρ.) συμπατριώτης, συντοπίτης, συμπολίτης, συγχωριανός …   Dictionary of Greek

  • συγχωριανός — και συχωριανός ή, ό, Ν αυτός που κατάγεται από το ίδιο χωριό, χωριανός, συντοπίτης …   Dictionary of Greek

  • συμπατριώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπατριώτισσα Ν αυτός που είναι από την ίδια πατρίδα, ομοεθνής νεοελλ. συμπολίτης, συντοπίτης …   Dictionary of Greek

  • συντόπωσις — ώσεως, ἡ, Α σύμπτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντοπος «συντοπίτης», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *συντοπῶ, όω] …   Dictionary of Greek

  • σύντοπος — ὁ, Α συντοπίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τοπος (< τόπος), πρβλ. ἔν τοπος] …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”